Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στοχασιά — η, Ν περίσκεψη, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι (πρβλ. ξενοιάζω: ξενοιασ ιά)] … Dictionary of Greek